- επιπτάρνυμαι
- ἐπιπτάρνυμαι (Α) [πτάρνυμαι]1. φταρνίζομαι2. (κατά τον Ησύχ.) «μετακαλῶ, κατέχωἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπτάρνυμαι — ἐπί πτάρνυμαι sneeze pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)